στάγματα

στάγματα
στάγμα
that which drips: neut nom /voc /acc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στάγματα — στάγμα that which drips neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάγμα — το, ΝΜΑ, και στάμα Ν η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα τού κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.) νεοελλ. 1. απόσταγμα 2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”